- παραμπρός
- παραμπρόστά επίρρ. ещё немного вперёд, чуть вперёд; чуть впереди
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμπρός — και παραμπροστά επίρρ. 1. τοπ. λίγο πιο μπροστά, λίγο πιο πέρα («προχώρησε παραμπρός, αν θες να δεις καλύτερα») 2. χρον. προηγουμένως, πρωτύτερα, πιο πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπρός] … Dictionary of Greek
παραμπρός — επίρρ. τοπ. και χρον., πιο μπροστά, στο μέλλον: Προχωρείτε παραμπρός, το λεωφορείο είναι άδειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρεμπρός — και παραμπρός επιρρ. λίγο πιο μπροστά («έπειτα προβαίνοντας παραμπρός εύρον μίαν ευρυχωροτάτην πλατείαν», Αραβ. Μύθ. Χαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εμπρός / μπρος] … Dictionary of Greek
παραμπροστά — επίρρ. βλ. παραμπρός … Dictionary of Greek